Μαρτυρώντας για έναν δικαιότερο κόσμο από την κόλαση της Μακρονήσου

Άπειρες οι σελίδες που έχουν διαβάσει νεότερες και παλαιότερες γενιές για το μεταπολεμικό κολαστήριο της Μακρονήσου: ιστορικοί, μυθιστοριογράφοι, αλλά και αυτόπτες μάρτυρες, άνθρωποι που έζησαν στο πετσί τους το πολιτικό δράμα της δεκαετίας του 1940, έχουν καταθέσει κατ΄ επανάληψη τον οβολό τους για όσα συνέβησαν σε ένα έρημο νησί, το οποίο όντας απέναντι από το Λαύριο (μια ανάσα από την Αθήνα) μετατράπηκε σε έναν από τους σκοτεινότερους τόπους μαρτυρίου της Ευρώπης. Ο Απόστολος Μπογιατζής έρχεται να μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τη Μακρόνησο με το βιωματικό του κείμενο «Μακρονήσι, το βιβλίο που ήθελα να αφήσω (1947-1950)», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πληθώρα», με επιμέλεια, υπομνηματισμό και εκτενή επιλεγόμενα του γιου του Βασίλη Α. Μπογιατζή.

Δύο στοιχεία δίνουν στο βιβλίο του Μπογιατζή την ανατριχιαστική του ζωντάνια: η αμεσότητα και το αντιδιακοσμητικό ύφος της αφήγησης (χωρίς καμιά ωραιοποίηση και μακριά από την οποιαδήποτε εξιδανίκευση) και η ικανότητα του αφηγητή να μιλάει για τους συγκρατουμένους του («δηλωσίες» και μη) με ακέραιη ανθρωπιά και σπάνια ευαισθησία. Τα μαρτύρια των Μακρονησιωτών έχουν εξιστορηθεί σε όλους τους τόνους: με οργή, με βδελυγμία, με πολιτικό πάθος, με εσκεμμένη ψυχρότητα, αλλά και με επιστημονική ουδετερότητα. Η διαφορά με τον Μπογιατζή βρίσκεται στο ότι ανατέμνει όσα συνέβησαν στον ίδιο και στους άλλους δίχως να επιδιώκει να επικαλύψει συναισθηματικά το οτιδήποτε και χωρίς να θέλει να αναλάβει χρέη ιστορικού ή λογοτέχνη. Το χειρόγραφό του άρχισε να συντάσσεται τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, παραμένοντας εντέλει ανολοκλήρωτο- και η αποσπασματικότητα, όμως, και το ασυνεχές της γραφής, μαζί με τον προφορικό και κάπως ασθματικό ρυθμό του, μετατρέπονται γρήγορα σε δραστικές παραμέτρους της επιρροής την οποία ασκεί στον σύγχρονο αναγνώστη.

Οι συνεχείς (πρωί, μεσημέρι και βράδυ) προπηλακισμοί και ξυλοδαρμοί, τα ατέλειωτα βασανιστήρια (από τους εικονικούς πνιγμούς μέχρι το κουβάλημα λιθαριών επ΄ ώμου), η καθημερινή σκληρή εργασία, η πείνα και το κρύο, το χυδαίο υβρεολόγιο, οι αδιάκοπες ταπεινώσεις και οι τρομακτικές απειλές, όλα τα μέσα που χρησιμοποίησε η εξουσία κατά την κορύφωση του Εμφυλίου, είχαν έναν και μοναδικό σκοπό: να εξαναγκάσουν τους εγκλείστους να υπογράψουν δήλωση μετανοίας έτσι ώστε να παραδοθούν ξέπνοοι στα χέρια των βασανιστών τους, για να περιφερθούν ύστερα, άβουλοι και υποταγμένοι, στη Μακρόνησο και ανά την Ελλάδα, ως δείγμα θριάμβου του μεταπολεμικού κράτους επί των ορκισμένων αντιπάλων του.

Ο Μπογιατζής δεν καταδικάζει ποτέ όσους συντρόφους του σπάνε και υπογράφουν: θα μπορούσε να το πάθει κι ο ίδιος, μολονότι δεν λύγισε παρά δεκαετίες αργότερα, και πολύ μακριά από τη Μακρόνησο, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Το θλιβερότερο στην ιστορία του δεν είναι εκείνοι που υποχωρούν (ποιος και πόσο μπορεί να αντέξει μέχρι το τέλος;) αλλά οι ανανήψαντες οι οποίοι καταλήγουν χειρότεροι από τους εκπροσώπους της εξουσίας, είτε ξυλοκοπώντας είτε απολύτως ταυτισμένοι πια με την κρατική ιδεολογία και προπαγάνδα (συχνά και τα δύο). Και πώς να μην παρατηρήσει κανείς το τεράστιο σωματικό και ψυχικό σθένος των βασανισμένων (εκείνων που έκαναν κι εκείνων που δεν έκαναν δήλωση) ή να μη σκεφτεί, ανεξάρτητα από τα γραφόμενα του Μπογιατζή, τις ευθύνες του ΚΚΕ ως προς τον τρόπο χειρισμού του ακανθώδους ζητήματος των δηλώσεων;

Ο Απόστολος Μπογιατζής γεννήθηκε το 1910 στην Τρίγλια της Βιθυνίας και πέθανε στη Ραφήνα το 2004. Έφτασε στον Πειραιά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έμαθε τη τέχνη του ράφτη (ντυνόταν πάντοτε με μεγάλη προσοχή και κομψότητα), πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και εντάχθηκε από νωρίς στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Έλαβε μέρος στα Δεκεμβριανά, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, δούλεψε στην παρανομία, εκτοπίστηκε στη Μακρόνησο, πέρασε από τις Φυλακές Αβέρωφ, επέστρεψε στη Μακρόνησο, αφού απηλλάγη από τις κατηγορίες που τον βάραιναν, και ακολούθως εξορίστηκε στον ‘Αη Στράτη. Δραστηριοποιήθηκε με ενθουσιασμό για λογαριασμό της ΕΔΑ, αλλά ήρθε σε ρήξη με το κόμμα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 (κατηγόρησε πρόσωπα και μηχανισμούς για αδιαφορία και ανευθυνότητα), καταλήγοντας τον Απρίλιο του 1967 στη Γυάρο, όπου και αναγκάστηκε, υπό καθεστώς ασφυκτικής οικονομικής πίεσης, να υπογράψει εντέλει δήλωση.

Πολύ εύστοχα μιλάει ο Βασίλης Μπογιατζής στα επιλεγόμενα του βιβλίου για το σύνολο της διαδρομής του πατέρα του. Η αγάπη του για το ρεμπέτικο, η ακλόνητη πίστη του σε έναν δικαιότερο κόσμο (χωρίς τον θεωρητικό και ιδεολογικό κορσέ του κόμματος), η προσκόλληση στη δύναμη της ζωής και του έρωτα, η ραφτική και πάνω απ΄ όλα η ανεξαρτησία του νου και της προσωπικότητας συνθέτουν το πορτραίτο ενός ανθρώπου που κατάφερε να σταθεί στα πόδια του κάτω από πρωτοφανείς συνθήκες: συνθήκες που δείχνουν, μεταξύ άλλων, όπως εύστοχα και πάλι παρατηρεί ο Β. Μπογιατζής, πως η Μακρόνησος αποτέλεσε (κι έτσι θα πρέπει να τη δούμε και σήμερα) μέρος μιας ευρύτερης εικόνας της Ευρώπης της εποχής: της Ευρώπης των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των βασανισμών και της εξαχρείωσης, απ΄ όπου κι αν προέρχονταν.

Β. Χατζηβασιλείου

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί